βαριεστίζω
Смотреть что такое "βαριεστίζω" в других словарях:
βαριεστίζω — βλ. βαργεστώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπεζερίζω — και μπεζέρω και μπεζερώ, άω 1. ταλαιπωρούμαι, τυραννιέμαι, υποβάλλομαι σε κόπους και δυσκολίες 2. (κατ επέκτ.) εξαντλούμαι σωματικά ή ψυχικά, αποκάμνω, βαριεστίζω, βαριέμαι 3. δυσφορώ με κάποιον ή με κάτι 4. (ως τριτοπρόσ.) μπεζερίζει γίνεται… … Dictionary of Greek
βαριεστάω — (βαριεστάω), (βαριέστησα) βαριεστημένος βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: βαριεστάω : εύχρηστη είναι κυρίως η μτχ. βαριεστημένος (σπάνια βαριεστισμένος, από το βαριεστίζω, που δε συνηθίζεται) που χρησιμοποιείται ως επίθετο (→ αυτός που δείχνει βαρεμάρα,… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής